Γλώσσα 8 - Τα ψηλά βουνά 3 - Παθητικές μετοχές


Καλημέρα παιδιά και καλή εβδομάδα,

Χθες ήταν η γιορτή της μητέρας και όλοι μας τιμήσαμε τις γυναίκες που μας έφεραν στη ζωή.

Σήμερα είναι Δευτέρα, οπότε ξεκινάμε με το μάθημα της Γλώσσας! Συνεχίζουμε να διαβάζουμε το βιβλίο «Τα Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Σειρά έχει το τρίτο κεφάλαιο.

1. Διαβάστε το κείμενο.


3. Το ξεκίνημα

    Στον κυρ Στέφανο το χρωστούν πως ξεκίνησαν. Αυτός ο καλός άνθρωπος, όταν γύρισε από το δάσος, έδωσε τον λόγο του στους γονείς τους πως θα πάει μαζί με τα παιδιά. Είπε πως θα τα προσέχει εκεί που βρίσκονται, πως θα τους κάνει όσες ευκολίες μπορεί και θα τους φέρνει νέα τους συχνά, όταν θα κατεβαίνει στην πόλη.

    Μόνο έτσι κατόρθωσαν να πάρουν την άδεια. Πέρασαν δυο τρεις μέρες, ώσπου να ετοιμαστούν και, τέλος, ένα πρωί, το μεγάλο και ζωηρό καραβάνι* ξεκίνησε.

   Πάνε στα ψηλά βουνά. Είναι είκοσι πέντε παιδιά. Τα δεκαπέντε πήγαιναν πεζά. Τα δέκα καβάλα στα φορτωμένα μουλάρια, που τα οδηγούν τρεις αγωγιάτες**. Ακολουθούσε ο κυρ Στέφανος, καβάλα στην κόκκινη φοράδα του.

    Και τα είκοσι πέντε παιδιά έγιναν αγνώριστα. Κρατούν από ένα ραβδί. Σακούλια και παγούρια τούς κρέμονται στην πλάτη. Φορούν μεγάλες ψάθες και χοντρά παπούτσια.

    Είναι ντυμένα για να ζήσουν σε βουνό. Το ίδιο ρούχο θα φορεθεί βράδυ και πρωί, θα παλέψει με αγκάθια και με πέτρες, θα σκίζεται και θα μπαλώνεται. Τίποτα καινούριο δε φορούν.

    Τι απλά παιδιά που έγιναν!

---

    Με τα βαριά σακούλια τους μοιάζουν στους μαστόρους και στους πραματευτάδες***, που έρχονται κάτω στην πόλη.

    Όλους τους θυμούνται αυτή τη στιγμή, όλους τους παρασταίνουν**** έναν έναν όπως είναι, όπως περπατούν, όπως φωνάζουν.

   Ο Δημητράκης κάνει τον χαλκωματά***** και φωνάζει: «Χαλκώματα να γανώωω...».

   Ο Κωστάκης τον μπαλωματή: «παπούτσια να μπαλώωω...».

Ο Γιώργος πάλι παρασταίνει τον τροχιστή: «Μαχαίρια, ψαλίδια, σουγιάδες, γι’ ακόοο...».

Ο Φάνης θυμήθηκε έναν πραματευτή, που τον είχαν ξεχάσει. Πουλάει τα βοτάνια, τη ρίγανη και τα χορταρικά· τον λένε Κορφολόγο και φωνάζει: «Κάπαρη, καλή κάπ...».

---

Μέσα σ’ αυτά τα γέλια ο Καλογιάννης θυμήθηκε το «Τσιριτρό» κι άρχισε να το τραγουδάει. Όλη η συνοδεία πήρε το γελαστό τραγούδι και το έλεγε χτυπώντας τα ραβδιά στη γη:



   Σε μια ρώγα από σταφύλι
   έπεσαν οχτώ σπουργίτες
   και τρωγόπιναν οι φίλοι...
   τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
   τσιριτρί,
   τσιριτρό.
   Εχτυπούσανε τις μύτες
   και κουνούσαν τις ουρές,
   κι είχαν γέλια και χαρές,
  τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
  τσιριτρί,
   τσιριτρό.
   Πόπο πόπο σε μια ρώγα
   φαγοπότι και φωνή!
   Την αφήκαν αδειανή...
   τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
   τσιριτρί,
   τσιριτρό.
   Και μεθύσαν κι όλη μέρα
   πάνε δώθε, πάνε πέρα
   τραγουδώντας στον αέρα
   τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
   τσιριτρί,
   τσιριτρό…
         ---
    Μονάχα ο Φουντούλης δε μιλάει· έμεινε τελευταίος. Ο καημένος, ο παχύς, ο στρογγυλός, ο μικρός Φουντούλης! Το μουλάρι του είναι πολύ οκνό******· δεν ακούει από φωνή κι από χτύπημα. Γιατί τον φόρτωσαν σ’ αυτό το ζώο; Για να μην κυλήσει;

    O Φουντούλης αγωνίζεται να το φέρει μπροστά, μα κείνο μένει τελευταίο. Στο τέλος ο Φουντούλης αρχίζει να φοβάται πως το ζώο του δεν είναι μουλάρι. Το κοιτάζει καλά στ’ αφτιά. «Μήπως κατά λάθος» συλλογίζεται «μου έδωσαν κανένα γάιδαρο;».

     Μα κι οι άλλοι δεν τον αφήνουν ήσυχο και στο τέλος θα τον κάνουν να το πιστέψει.

    «Το άτι σου, Φουντούλη, έχει μεγάλα αφτιά!»

    —Περίμενε, Φουντούλη, και θ’ ακούσεις και τη φωνή του!

    Μα ο Φουντούλης, που δε θυμώνει ποτέ, βάζει τα γέλια μαζί με τους άλλους.

    Το καραβάνι ανέβαινε τα Τρίκορφα, ξυπνώντας τις λαγκαδιές με τα γέλια του, τις φωνές του και με την περπατησιά του στους πετρωτούς δρόμους.


Από «Τα Ψηλά Βουνά», του Ζαχαρία Παπαντωνίου, έκδοση του 1918, ψηφιακή επανέκδοση του αρχικού μη λογοκριμένου βιβλίου του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Τα Ψηλά Βουνά», με κείμενο σε μονοτονικό και διαμόρφωση με βάση τη σύγχρονη γραμματική, ορθογραφία και σύνταξη, 2016 Εκδόσεις Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ηρακλείου.


*καραβάνι: έμποροι και γενικότερα ταξιδιώτες που ταξίδευαν ομαδικά για λόγους ασφαλείας, σε ακατοίκητες περιοχές και σε ερήμους, με άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και κυρίως με καμήλες.

**αγωγιάτες: επαγγελματίες που κάνουν μεταφορές με φορτηγό ζώο.

***πραματευτάδες: πλανόδιοι έμποροι, γυρολόγοι.

****παρασταίνουν: εννοεί παριστάνουν, δηλαδή προσποιούνται πως είναι κάποιοι άλλοι.

*****χαλκωματάς: τεχνίτης που κατασκευάζει ή διορθώνει χάλκινα μαγειρικά σκεύη.

******οκνό: οκνηρός, δηλαδή αργός, βραδυκίνητος.


2. Απαντήστε στην ερώτηση με βάση το κείμενο.

3. Κάντε το παρακάτω κουίζ.

4. Την περασμένη φορά κάναμε επανάληψη στις παθητικές μετοχές

Με λίγα λόγια...

  • Οι παθητικές μετοχές είναι λεξούλες που βγαίνουν από τα ρήματα.
  • Τις ξεχωρίσουμε γιατί τελειώνουν σε -μένος, -μένη, -μένο.
  • Λειτουργούν όπως τα επίθετα, περιγράφουν δηλαδή τα ουσιαστικά.

Παράδειγμα:

Η παθητική μετοχή του μαγειρεύομαι είναι:

μαγειρεμένος, μαγειρεμένη, μαγειρεμένο

Αν θες να ξαναδείς το μάθημα για τις παθητικές μετοχές πάτησε εδώ.

5. Κανε την άσκηση με τις παθητικές μετοχές.

6. Ποιο τραγούδι θυμήθηκε ο Καλογιάννης κι άρχισε να τραγουδάει;

Ναι, το τραγούδι «Τσιριτρό»! Θες να το τραγουδήσεις κι εσύ; Άκουσέ το στο παρακάτω βίντεο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μαθηματικά Δ΄ Τάξης - Κάθετη Διαίρεση (1)

Μαθηματικά Δ' τάξης - Προσθέσεις και αφαιρέσεις

Καταλήξεις ρημάτων σε -ε και -αι